υποκάθετος

υποκάθετος
-η, -ο, Ν
το θηλ. ως ουσ. η υποκάθετος
μαθημ. η προβολή πάνω σε άξονα συντεταγμένων τού τμήματος τής καθέτου πάνω σε μία καμπύλη σε ένα σημείο, το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ τού σημείου αυτού και τού προαναφερόμενου άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + κάθετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Ν. Θεοτόκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες …   Dictionary of Greek

  • υφάπτω — ὑφάπτω, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπάπτω Α [ἅπτω] νεοελλ. 1. (μόνον το μέσ.) υφάπτομαι (αμτβ.) έρχομαι σε επαφή με κάτι αποκάτω 2. (εύχρ. κυρίως η μτχ. θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) η υφαπτομένη (ενν. γραμμή) μαθημ. η υποκάθετος μσν. αρχ. καίω, πυρπολώ κάτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”